- παιδογραφία
- παιδογραφία, ἡ (Μ)η σημείωση τού χρόνου κατά τον οποίο γεννήθηκε ένα παιδί, η καταγραφή τής γέννησης ενός παιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -γραφία (< -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PROFESSIO Natalis — Modestino παιδογραφία; apud Romanos. hôc modô olim peragebatur. Postquam, octavô a Nativitate die, Nominalia essent celebrata, profitebantur deinde Patres pueroram nomina publicâ contestatione, quo alludens Appuleius dixit, Pater natum sibi… … Hofmann J. Lexicon universale
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek